μεταρρυθμίσαντες

μεταρρυθμίσαντες
μεταρρυθμίζω
change the form
aor part act masc nom/voc pl
μεταρρυθμίζω
change the form
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεταρρυθμίζω — (ΑΜ μεταρρυθμίζω) μεταβάλλω τον ρυθμό, τη μορφή, το σχήμα ή την τάξη, μετασχηματίζω, τροποποιώ, αναπλάθω, αναδιοργανώνω, αναμορφώνω (α. «οἱ παραλαβόντες διδαχῇ παρὰ Φοινίκων τὰ γράμματα, μεταρρυθμίσαντες σφέων ὀλίγα», Ηρόδ. β. «μεταρρυθμίζω την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”